-
1 ὡραῖος
A produced at the right season ([etym.] ὥρα), seasonable, timely: esp. of the fruits of the earth, βίος or βίοτος ὡ. store of fruits gathered in due season, Hes.Op.32, 307; ὡ. καρποί the fruits of the season, καρποὺς.. κατατίθεσθαι ὡραίους to store them up in season, Hdt.1.202: freq. in neut., ὡραῖα, τά, Th.1.120, 3.58, X.An.5.3.9, Pl.Lg. 845e;ἑραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Hp.Aph.3.8
; ὡραῖα.. ἀποτελεῖν ἱερά to render fruits of the season as sacred offerings, Pl.Criti. 116c, cf. Orac. ap. D.21.52;τρωκτὰ ὡ. X.An.5.3.12
;ἄνθεα AP9.564
([place name] Nicias);σῦκα Aret.CD1.3
; also of animals,ὡ. ἄρνες
yearling,AP
6.157 (Theodorid.); of tunnies at a year old (from six months to one year they were called πηλαμύδες), πηλαμὺς.. ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ S.Fr. 503
; ὡ. θύννοι Ps.-Hes. ap. Ath.3.116b, cf. Hices.ib. 116e, Archestr.Fr.38.9, Plaut.Capt.851; τάριχος ὡ. fish salted or pickled in the season, Alex.186.5;ἰχθύες ἐς τάγηνον ὡ. Babr.6.4
; σαργάναι ὡ. pickling-tubs, Poll.7.27: hence generally, agricultural produce,εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ἐκ τῶν ὡ. τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG22.2492.8
(iv B. C.).2 τὰ ὡραῖα, = τὰ καταμήνια, esp. at their first appearance, Hp.Superf.34.3 Subst. ἡ ὡραία (in full,ὥρη ἡ ὡραίη Aret. SD1.4
, Phryn.PSp.128 B., etc.), harvest-time, esp. the twenty days before and twenty days after the rising of the dog-star, μίμνει ἐς ὡραίην till harvest-time, A.R.3.1390.b the campaigning-season, during which the troops kept the field, D.9.48, 56.30, Plb.3.16.7.c τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.4.28.II happening or done in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον, Hes.Op.617.642; πλόος ib. 630;χειμῶνες Thphr.HP4.14.1
;ὕδατα Id.CP2.2.1
; σκαπάνη ib.3.16.1;τομὴ [καλάμου] Id.HP4.11.4
; ὅτε ὡραῖον εἴη when the weather permitted, App.Pun. 120.2 metaph., ( ὥρα (C) B) seasonable, due, proper, ὡραίων τυχεῖν, = νομίμων τυχεῖν (cf. ὥριος (A). 111.2), E.Supp. 175: ἐν ὡραί[ᾳ ἐκκλησίᾳ] dub. in SIG668.4 (Delphi, ii B. C.); ἐνιαύτια ὡ. ib. 1025.37 (Cos, iv/iii B. C.), cf. Hsch.III of persons, seasonable or ripe for a thing, c.gen.,ἀνδρὸς ὡραίη Hdt.1.107
, cf. Lys.Fr.4; γάμων or γάμου ὡραῖαι, Hdt.1.196, 6.122, cf. X.Cyr.4.6.9;ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων E.Hel.12
( ὡραίων codd.);ὅστις οὐκέθ' ὡραῖος γαμεῖ Id.Fr. 804
; ὡ. γάμος seasonable marriage, A.Fr.55; also of old persons, ripe or ready for death,πατήρ γε μὴν ὡ. E.Alc. 516
;αὐτὸς δ', ἐν ὠ. γὰρ ἕσταμεν βίῳ, θνῄσκειν ἕτοιμος Id.Ph. 968
;θάνατος ὡ. X.Ages.10.3
; ;ὡραῖος ἀποτέθνηκεν Plu.2.178e
; soὕλη ὡ. τέμνεσθαι Thphr.HP5.1.1
.2 in reference to age, in the prime of life, youthful, Hes.Op. 695: hence in the bloom of youth, opp. ἄωρος, X.Smp.8.21, Pl.R. 574c;ὡ. ἐὼν καὶ καλός Pi.O.9.94
;παιδίσκη ὡραιοτάτη Ar.Ach. 1148
(anap.), cf. Ra. 291, 514;παῖς ὡραῖος Id.Av. 138
: but not necessarily implying beauty,τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή Pl.R. 601b
;ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist.Rh. 1406b37
; cf. ὥρα (C) B. 11.3 generally, of things, beautiful, graceful, LXX Ge.3.6, 2 Ch.36.19, Ev.Matt.23.27;ἡ ὡ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Act.Ap.3.10
, cf. 3.2.IV irreg. [comp] Sup.ὡραιέστατος Epich.186d
.V Adv.ὡραίως Hp.Aph.3.8
. -
2 ἀπαρχή
1 beginning of a sacrifice, primal offering (of hairs cut from the forehead),ἀπαρχαὶ κόμης E.Or.96
, cf. Ph. 1525 (lyr.); later, a banquet held on this occasion, Plu.2.40b.2 firstlings for sacrifice or offering, first-fruits,ἁπάντων ἀπαρχαί Hdt.4.71
;ἀπαρχὰς ἄγειν θεοῖσι S.Tr. 183
;ἀπαρχὰς θύειν E.Fr. 516
;ἀ. σκυλευμάτων Ph. 857
;ἐπιφέρειν ἀ. τῶν ὡραίων Th. 3.58
;τῶν ὄντων Is.5.42
, cf. Epicur.Fr. 130, etc.:—so also in sg.,λείας ἀ. S.Tr. 761
;ἀ. τῶν πατρων χρημάτων Hdt.1.92
, etc.;ἀνθρώπων ἀ. εἰς Δελφοὺς ἀποστέλλειν Arist.Fr. 485
;ἀ. ἀπό τινος ἀνατιθέναι Hdt. 4.88
; inscribed on votive offerings, [ἀνέθηκεν].. τόδ' α. IG1.382
, etc.; freq. in LXX, as Ex.25.2, al., cf. Ep.Rom.11.16, and metaph.,ἀ. τῶν κεκοιμημένων 1 Ep.Cor.15.20
;τῶν κτισμάτων Ep.Jac.1.18
.3 metaph., ;ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν Pl.Prt. 343b
, etc.;ἀ. ἀπὸ φιλοσοφίας Plu.2.172c
.5 entrance fee, PTeb.316.10 (i A.D.), al.7 birth-certificate of a free person, PTeb.316.10 (i A. D.), PGnom. 131 (ii A. D.): perh. metaph. in Ep.Rom.8.23. -
3 συγκομιδή
συγκομ-ῐδή, ἡ, of harvest,A gathering in,ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15
;σ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Pl.Tht. 149e
, etc.;τῶν ὡραίων Id.Lg. 845e
;σίτου X.HG7.5.14
: abs., ingathering, harvest, PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), IG22.1100.28 (ii A.D.), PFlor.175.25 (iii A.D.), etc.: cf.συγκομίζω 1.2
.2 in pass. sense, being gathered together, crowding,ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52
.3 σ. ἱστορίας compiling of history, Hdn.1.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκομιδή
-
4 Ἀφροδίσιος
A belonging to the goddess of love,ἔργον Semon.7.48
; ; ;ἀθύρματα Crates Com.2D.
;λόγος Pl.Com.2D.
;κῆπος Archipp.2D.
;ὑμέναιον Pherecr.12D.
II Ἀφροδίσια, τά, sexual pleasures, Hp.Mochl.36, freq. in Pl., as Phd. 81b, al.;τέρπν' ἄνθε' Ἀ. Pi.N.7.53
;τὰ τῶν ὡραίων Ἀ. X.Mem.2.6.22
;ἔργα Ἀ. Hp.Jusj.
:—also as concrete, = amasius, X.Mem.1.3.8.2 festival of Aphrodite,Ἀ. ἄγειν Id.HG5.4.4
, Alex. 253.1.3 pudenda, Luc.Nigr.16.III Ἀφροδίσιον, τό, temple of Aphrodite, X.HG5.4.58, GDI5075.70 ([place name] Crete); her statue, Plu.Thes. 21, PPetr.3p.113.2 in pl., brothels, PTeb.6.29(ii B. C.).IV Ἀφροδίσιος, ὁ (sc. μήν), name of a month in Cyprus, Porph.Abst.2.54, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀφροδίσιος
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Καππαδοκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται σε ένα υψίπεδο με μέσο υψόμετρο 1.300 μ. Η περιοχή περικλείεται στα Β από τον Πόντο, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Άλυ (τουρκικά Κιζίλ ιρμάκ), στα Ν από την Κιλικία, στα Α από τον… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
Ιστιαία — I Αρχαία πόλη της Εύβοιας στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Ο Όμηρος (Ιλιάδα, Β 537) την χαρακτηρίζει «πολυστάφυλο», ίσως λόγω της εύφορης παρακείμενης πεδιάδας. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ιδρύθηκε από τους Περραιβούς της Θεσσαλίας. Το 480 π.Χ.… … Dictionary of Greek
Τζέκολης, Ραφαήλ — (Ceccoli). Αναφέρεται και ως Τσέκολης. Ιταλός γιατρός, προσωπογράφος και αρχαιόφιλος, που επισκέφτηκε διάφορα νησιά στο Ιόνιο και ιδιαίτερα την Κέρκυρα (1839), όπου και παρέμεινε. Το 1844 έγινε μέλος της Εταιρείας των Ωραίων Τεχνών και εργάστηκε… … Dictionary of Greek
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek
κατακομιδή — κατακομιδή, ἡ (Α) [κατακομίζω] 1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.) 2. η μεταφορά στην πατρίδα 3. η αποστολή («πρὸς… … Dictionary of Greek